- ενύλως
- ἐνύλωςἔνυλοςinvolved: adverbialἔνυλοςinvolved: masc /fem acc pl (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐνύλως — ἔνυλος involved adverbial ἔνυλος involved masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένυλος — ἔνυλος, ον (AM) [ύλη] μσν. 1. υλικός 2. δασώδης αρχ. 1. αυτός που περιέχεται στην ύλη, στο σώμα 2. αστρολ. ο προορισμένος να υποστεί ζημιά σε δάσος, δηλ. από πυρκαγιά. επίρρ... ἐνύλως (αντίθ. τού ἀύλως) κατά τρόπο ένυλο, υλικώς … Dictionary of Greek